συναλλακτικῶν

συναλλακτικῶν
συναλλακτικός
of
fem gen pl
συναλλακτικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… …   Dictionary of Greek

  • ελαχιστοποίηση κόστους — Βασική αρχή που διέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα και συνίσταται στον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό των εξόδων της επιχείρησης, χωρίς να πληγούν οι οικονομικοί στόχοι της. Η θεμιτή ε.κ. επιτυγχάνεται κατά βάση με τον εντοπισμό και τη …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστοποίηση κέρδους — Βασική αρχή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη αύξηση των κερδών της επιχείρησης. Η θεμιτή μ.κ. επιτυγχάνεται κατά βάση με την ελαχιστοποίηση του κόστους, την επίτευξη επιτυχημένων εμπορικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”